συνοικήσῃ

συνοικήσῃ
συνοικήσηι , συνοίκησις
cohabitation
fem dat sg (epic)
συνοικέω
dwell
aor subj mid 2nd sg
συνοικέω
dwell
aor subj act 3rd sg
συνοικέω
dwell
fut ind mid 2nd sg
συνοικέω
dwell
aor subj mid 2nd sg
συνοικέω
dwell
aor subj act 3rd sg
συνοικέω
dwell
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνοίκηση — η / συνοίκησις, ήσεως, ΝΑ, και αττ. τ. ξυνοίκησις Α [συνοικῶ] 1. συγκατοίκηση 2. συμβίωση άνδρα και γυναίκας νεοελλ. βιολ. μορφή συμβίωσης η οποία παρατηρείται κατ εξοχήν στα κοινωνικά έντομα, λ.χ. στα μυρμήγκια, στους τερμίτες κ.ά., και κατά την …   Dictionary of Greek

  • συνοίκηση — η συγκατοίκηση, το να μένει κάποιος μαζί με άλλους στο ίδιο σπίτι ή στην ίδια περιοχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκατοίκηση — η, Ν το να κατοικεί κανείς μαζί με άλλον στο ίδιο σπίτι, συνοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγκατοικώ. Η λ., στον λόγιο τ. συγκατοίκησις, μαρτυρείται από το 1766 στον Νικηφ. Θεοτόκη] …   Dictionary of Greek

  • συνοικία — η, ΝΑ, και συFοικία και αττ. τ. ξυνοικία Α [σύνοικος] τμήμα πόλης, κωμόπολης ή χωριού με καθορισμένα τοπογραφικά όρια και ιδιαίτερη ονομασία, αλλ. γειτονιά, κν. μαχαλάς αρχ. 1. συνοίκηση 2. άθροισμα ανθρώπων που κατοικούν μαζί, κοινότητα 3. οικία …   Dictionary of Greek

  • συνοικεσία — ἡ, Α [συνοικέτης] συνοίκηση …   Dictionary of Greek

  • συνοικισμός — ο, ΝΑ [συνοικίζω] νεοελλ. 1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός») 2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι 3. βιολ. η συνοίκηση αρχ. 1. γάμος, συνοικέσιο 2. ίδρυση πόλης ή χωριού 3. επανίδρυση …   Dictionary of Greek

  • σύνοικος — η, ο / συνοικος, ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνοικος, και επιγρ. σύνFοικος, A (το αρσ. και θηλ. και ως ουσ.) αυτός που συγκατοικεί, που διαμένει μαζί, συγκάτοικος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ζωολ. α) καθένας από τους οργανισμούς που συμβιώνουν σε συνοίκηση… …   Dictionary of Greek

  • τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”